- εκκλησία
- Η αρχική σημασία της λέξης ήταν συνάθροιση του λαού, σύναξη. Ο χριστιανισμός έδωσε στον όρο ειδική σημασία, ώστε ε. να ονομάζεται πλέον το σύνολο των χριστιανών και κατ’ επέκταση οι χριστιανοί που ανήκουν πολιτικά σε ένα κράτος (π.χ. Ε. της Ελλάδος)· Ε. ονομάζεται επίσης ο τόπος συγκέντρωσης των χριστιανών (βλ. λ. ναός).
Σύμφωνα με τη χριστιανική διδασκαλία, την Ε. ίδρυσε ο ίδιος ο Χριστός ως κοινωνία των πιστών, για να συνεχιστεί το απολυτρωτικό του έργο. Την Ε. αποτελούν οι ζωντανοί (στρατευόμενη Ε.) και οι άγιοι και οι δίκαιοι που βρίσκονται στους ουρανούς (θριαμβεύουσα Ε.), ο κλήρος (ποιμαίνουσα Ε.) και ο λαός (ποιμαινομένη Ε.). Η Ε. παρέλαβε από τους Αποστόλους τη χριστιανική πίστη, τα μέσα του αγιασμού και της σωτηρίας (ιερά μυστήρια) και τον τρόπο διοίκησής της, δηλαδή την εκκλησιαστική ιεραρχία (επίσκοποι, πρεσβύτεροι, διάκονοι).
Κατά το Σύμβολο της Πίστεως η Ε. είναι μία, αγία, καθολική και αποστολική, δηλαδή δεν υπάρχουν πολλές Ε. αλλά μία και μόνη, την οποία αγίασε ο Χριστός και συνεχώς τα μέλη της αγιάζονται με το Άγιο Πνεύμα και τα άγια μυστήρια· αποσκοπεί να περιλάβει στους κόλπους της όλους τους ανθρώπους και συνεχίζει τη διδασκαλία των Αποστόλων και το έργο που παρέλαβε από αυτούς. Σήμερα η Ε. παρουσιάζεται με τρεις μορφές και ομολογίες: την ορθόδοξη, την καθολική και την προτεσταντική. Η πρώτη διαίρεση της μίας Ε. έγινε τον 8o αι. (867) και ολοκληρώθηκε τον 11ο (σχίσμα 1054), οπότε προήλθε η Δυτ. Καθολική Ε. Η δεύτερη διαίρεση έγινε τον 16o αι. (1517), οπότε οι χριστιανοί που διαμαρτυρήθηκαν, με ηγέτη τον Λούθηρο, απέναντι στις αυθαιρεσίες του πάπα αποτέλεσαν την Προτεσταντική Ε., η οποία διαιρέθηκε σε πλήθος άλλες Ε., γνωστές με την κοινή ονομασία προτεσταντισμός.
Το εκκλησάκι του Αγίου Ελευθερίου στο προαύλιο της Μητρόπολης Αθηνών.
* * *και εκκλησιά και κλησιά, η (AM ἐκκλησία)1. το σύνολο τών χριστιανών («η Εκκλησία τού Χριστού», «το σώμα τής Εκκλησίας»)2. η επίσημη αυτοκέφαλη εκκλησιαστική εξουσία μιάς περιοχής («η Εκκλησία τής Αντιοχείας, τής Κύπρου κ.λπ.»)3. το σύνολο τών χριστιανών μιας περιοχής με αυτοκέφαλη εκκλησιαστική εξουσία4. χριστιανικός ναός («τα σήμαντρα τής εκκλησίας»)5. η Θεία Λειτουργία κυρίως ή οποιαδήποτε άλλη ιεροτελεστίαμσν.- νεοελλ.φρ.1. «η μεγάλη εκκλησία» — ο ναός τής Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη2. «η μεγάλη τού Χριστού Εκκλησία» — το Οικουμενικό Πατριαρχείο τής Κωνσταντινουπόλεως»νεοελλ.το σύνολο τών χριστιανών που ακολουθούν το ίδιο δόγμα και την ίδια παράδοση («Ορθόδοξη, Καθολική, Αρμενική κ.λπ. Εκκλησία»)αρχ.-μσν.το σύνολο τών νόμων οι οποίοι διέπουν την εκκλησίααρχ.1. συνέλευση τών πολιτών ή τού στρατού για σύσκεψη, ανακοινώσεις κ.λπ.2. ο τόπος όπου γίνονταν συνελεύσεις3. το ψήφισμα που εξέδιδε η εκκλησία4. η συναγωγή τών Εβραίων5. φρ. α) «ἐκκλησίαν συναγείρειν, συνάγειν, συλλέγειν, ἀθροίζειν, ποιεῑν» — συγκαλώ συνέλευση τού λαούβ) «ἐκκλησίαν διαλύειν, ἀναστῆσαι» — κηρύσσω τη λήξη τής συνελεύσεως τού λαούγ) «ἐκκλησίαν ἀφιέναι» — αναβάλλω την εκκλησίαδ) «διδόναι τὴν ἐκκλησίαν» — συγκαλώ συνέλευση τού λαού καί μιλώε) «μικρὰ ἐκκλησία» — συνέλευση αριστοκρατών ή τών γεροντότερων τής Σπάρτης που αντικατέστησε τον 7ο π.Χ. αιώνα την απέλλαστ) «ἐκκλησία λοχῑτις» — συνέλευση λόχου ρωμαίων πολιτών.
Dictionary of Greek. 2013.